παυστήριος

παυστήριος
-ον, Α [παυστήρ]
1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῑβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον
α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα
β) εμπόδιο, φραγμός
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Παυστήρια
τα όρη πάνω στα οποία πέθανε ο Ωρίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παυστήριος — fit for ending masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυστήριον — fit for ending neut nom/voc/acc sg παυστήριος fit for ending masc/fem acc sg παυστήριος fit for ending neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαυστήριον — καταπαυστήριον, τὸ (Α) (ιδίως για ψυχική ταραχή) το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιείται για κατάπαυση ή γαλήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παυστήριον (ουδ. τού παυστήριος < παυστήρ < παύω)] …   Dictionary of Greek

  • παυστικός — ή, όν, Α [παύω] ο κατάλληλος για κατάπαυση ή ανακούφιση, ο παυστήριος* («παυστικός δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν) …   Dictionary of Greek

  • παυστήρια — παυστήριον fit for ending neut nom/voc/acc pl παυστήριος fit for ending neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”